A.getting out, escape, opp. ἔσοδος, Hdt.2.121.γ᾽ ; τὴν ἔ. ποιεῖσθαι to make their way out, Id.3.109 ; “οὐκ ἔστι Ἕλλησι οὐδεμία ἔ. μὴ οὐκ εἶναι δούλους” Id.8.100, cf. Pl.Cra.426a ; πόθεν ἔκδυσιν εὗρες λατρείης δοξῶν ; Timo 48 (v.l. ἔκλυσιν).
II. stripping, deprivation, Man.4.331 (pl.).