A.rush out or burst forth from, “πυλέων ἐξέσσυτο” Il.7.1 ; “φάρυγος δ᾽ ἐξέσσυτο οἶνος” Od.9.373 ; βλεφάρων ἐξέσσυτο νήδυμος ὕπνος sleep fled away from his eyelids, 12.366 : abs., rush out, “ἐκ δ᾽ ἔσσυτο ιαός” Il.8.58 ; “νομόνδ᾽ ἐξέσσυτο..μῆλα” Od.9.438 ; αἰχμὴ δ᾽ ἐξεσύθη the point burst out, Il.5.293 (v.l.) ; “ἐξέσσυται ἄνθρωπος ἐξ ἀνθρώπου” Democr.32.
ἐκσεύομαι , Pass., pf. ἐξέσσυ^μαι: plpf. ἐξέσσυ^το with sense of impf. (Od.9.373), but usu. aor. (v. infr.) : aor. I ἐξεσύθην [υ^]:—