A.wives of brothers or of husbands' brothers, sisters-in-law, Il.6.378, al. (never in Od.). (Sg. ἐνάτηρ Keil-Premerstein Zweiter Bericht138 (not εἰνάτηρ as stated by Hdn.Gr.1.48, al.); dat. ἐνατρί Buresch Aus Lydien 147; καἰνετ[έ]ραν (acc. sg.) is dub. in Jahresh. 18 Beibl.33 (Cilicia)), voc. εἴνατερ Hdn.Gr.1.419, gen. “εἰνάτερος” Id.2.747, al.: εἰν- metri gr. in Ep., with ἐνάτηρ cf. Skt. yā´tar-, Lith. jéntė, gen. jente[rtilde]s, Lat. janitrīces 'sisters-in-law'.)
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
γ
-
γαιή-ϊος
γαιή-οχος
-
γα^λακτο-πώλης
γα^λακτό-ρυ^τος
-
γα^λην-ίζω
γα^λήν-ιος
-
γα^μέω
γα^μήγυ^ρις
-
γανυτελεῖν:
γα^ν-ώδης
-
γαστρίαν:
γαστρίδιον
-
γέα
γεγάκειν
-
γειτον-εία
γειτον-εύω
-
γέλουτρον:
γελοωμι^λία
-
γενει-άσκω
γενει-αστήρ
-
γενν-ημα^τικός
γενν-ησιουργός
-
γερα^νο-πόδιον
γέρα^νος
-
γερουσι-άρχης
γερούσι-ας
-
γεω-δαιτέομαι
γεώδης
-
γηθα^λέος
γῆθεν
-
γηροτρόφ-ιον
γηρότροφ-ος
-
γιγγρ-ασμός
γιγγρί
-
γλαυκόμματος
γλαυκός
-
γλίνη
γλῖνος
-
γλυ^κ-ισμός
γλύκκα
-
Γλυ^κώνειος
γλύμμα
-
γλωττ-ικός
γλωττ-ίς
-
γνωμ-ικός
γνωμο-δοτέω
-
γογγρώδης
γογγρώνη
-
γομφ-άριον
γομφι-άζω
-
γονο-ρρυ^ής
γόνον:
-
γουβενάριον
γουβικός
-
γραμμα?́τ-ιον
γραμμα^τ-ισμός:
-
γράσων
γρασωνία
-
γρι_φο-πλόκος
γρῖφ-ος
-
γρυ_π-νόν:
γρυ_π-όομαι
-
γυλλός
γυμν-άδδομαι
-
γυμν-ωτέος
γυ^ναικ-άδελφος
-
γυ^ναικο-φίλης
γυ^ναικο-φόνος
-
γύρ-ωσις
γυρ-ωτέον
-
γώψ:
entry:
γόνον:
γόνος
γονοτύλη
γόνυ^
γονυ^-αλγής
γονυ^-καμψεπίκυρτος
γονυ^-καυσαγρύπνα
γονυ^-κλι^νέω
γονυ^-κλι^νής
γονυ^-κλι^τέω
γονυ?́-κροτος
γονυ^-πετέω
γονυ^-πετής
γονυ^-πλήξ
γονώδης
γονώνη:
γόος
γοράπιες:
Γοργάς
Γόργειος
γοργεύω
γοργία
Γοργι^-άζω
Γοργι?́-ειος
Γοργολόφας
Γοργονεία
Γοργόνειος
Γοργόνη
Γοργόνιον
Γοργονώδης
Γοργόνωτος
γοργόομαι
γοργός
γοργότης
Γοργοτομία
γοργόφθαλμος
Γοργοφόνος
γόργυ_ρα
Γοργώ
γοργ-ωπός
γοργ-ώψ
γοργώψατο:
Γόριλλαι
γορός:
Γορπιαῖος
γόρτυξ:
γορυνίας
γορφία
γοτάν:
γουβενάριον
This text is part of:
View text chunked by:
Table of Contents:
![view as XML](/img/xml.gif)
εἰνάτερες [α^], αἱ,