A.“κατακείαται” Il.24.527: Ion. plpf. “κατεκέατο” Hdt.7.229; subj. “-κέωμαι” Pl.Smp.213b:—Pass., only in pres. and impf. with fut. Med. -κείσομαι:—lie down, “μῆλα τὰ δὴ κατάκειτ᾽ ἐσφαγμένα” Od.10.532; ἐπὶ πλευρὰς κ. Il.24.10; νέκυς κ. Tyrt. 11.19; “ἐφ᾽ ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι” Ar.Ach.70.
2. lie hid, “ἐν λόχμῃ . . κατέκειτο μέγας σῦς” Od.19.439; “θάμνῳ ὑπ᾽ ἀμφικόμῳ κατακείμενος” Il.17.677.
3. lie stored up, “δοιοὶ γάρ τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς οὔδει” Il.24.527; “τό γ́ ἐν οἴκῳ κατακείμενον ἀνέρα κήδει” Hes.Op.364: metaph., ἄλγεα . . ἐν θυμῷ κ. Il.24.523.
b. to be deposited, of deeds in a registry, POxy.1040.32 (iii A.D.), etc.
4. lie sick, keep one's bed, Hdt.7.229, Ev.Marc.1.30, etc.; lie in bed, Ar. Ec.313; “ἐφ᾽ ὃ κατέκειτο” Ev.Luc.5.25.
6. to be idle, X.An.3.1.14; of things, lie neglected, “καθεύδειν ἐᾶν ἐν τῇ γῇ κατακείμενα τὰ τείχη” Pl.Lg. 778d.
9. ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν is expended in every impulse on . . , Id.I.1.41.