A.curse, κατάρας ποιέεσθαί τινι to lay curses upon one, Hdt.1.165; ἐποιήσαντο νόμον τε καὶ κατάρην μὴ . . θρέψειν κόμην . . μηδένα ib.82; ἐκ κατάρης τευ in consequence of . . , Id.4.30; “διδόναι τινὰ κατάρᾳ” E.Hec.945 (lyr.), cf. El.1324 (pl., anap.), A.Th.725 (pl., lyr.); opp. εὐχή, Pl.Alc.2.143b (pl.), cf. SIG1241 (Lyttus, iii A.D.), etc.; opp. εὐλογία, Ep.Jac.3.10; “κατάραι γίγνονται κατά τινος” Plb.23.10.7; τὴν κ. ἀναγράψαι, στηλιτεῦσαι, D.S.1.45, Plu.2.354b; cursing, “κ. καὶ λοιδορία” Phld.Lib.p.11 O.
κατ-άρα [α^ρ], Ion. κατ-άρη , ἡ,