A.= κατεσθίω, eat up, devour, “μυίας αἵ ῥά τε φῶτας . . κατέδουσιν” Il.19.31; “εὐλαὶ . . φῶτας ἀρηϊφάτους κ.” 24.415: metaph., οἶκον, βίοτον, κτῆσιν κ., eat up house, goods, etc., Od.2.237, 19.159, 534; ὃν θυμὸν κατέδων eating one's heart for grief, Il.6.202:— later in Pass . . “ὑπὸ ὄφεως κατέδεσθαι” Arist.Fr.145.—For fut. κατέδομαι and other tenses, v. κατεσθίω.
κατέδω , Homeric pres.,