A.fox (Sch. Theoc.5.25, cf. EM514.13), Call.Com.1 D.: hence, cunning rogue, “τοὐπίτριπτον κίναδος” S.Aj.103; “ὦ συκοφάντα καὶ ἐπίτριπτον κ.” And.1.99; “πυκνότατον κ.” Ar.Av.430, cf. Nu.448, D.18.162, 242, Theoc. l.c. (ὦ κίναδε, ὦ κιναδεῦ codd.): generally, beast, monster, Democr.259.
κι?́ναδ-ος , εος, τό, Sicil. word for