A.mixed pell-mell, “μιγάσιν Ἕλλησιν βαρβάροις θ᾽ ὁμοῦ” E.Ba.18, cf. 1356; “ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες” Isoc.4.24, etc.; “πολλοὶ δ᾽ ἔπιπτον μιγάδες” E.Andr.1142: c. dat., “Θρήϊξιν μιγάδες Σκύθαι” A.R.4.320: as fem., “μ. λοιβαί” Id.3.1210.
2. = μιξοβάρβαρος, D.Chr.53.6.