A.grow stiff or numb, “χεὶρ νάρκησε” Il.8.328; “τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ” Pl.Men.80b; “ψυχῆς ναρκώσης” Democr.290; “τὸ ἡσυχάζον ναρκᾷ” Epicur.Sent.Vat.11; “τὸ νεῦρον ὃ ἐνάρκησεν” LXX Ge.32.32(33); “χεὶρ νεναρκηκυῖα” J.AJ8.8.5; of the numbness caused by the fish νάρκη, Arist.HA620b19, cf. Pl.Men. 84b; “ναρκῶ, ναὶ τὸν Πᾶνα” Theoc.27.51.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
γ
-
γαιή-ϊος
γαιή-οχος
-
γα^λακτο-πώλης
γα^λακτό-ρυ^τος
-
γα^λην-ίζω
γα^λήν-ιος
-
γα^μέω
γα^μήγυ^ρις
-
γανυτελεῖν:
γα^ν-ώδης
-
γαστρίαν:
γαστρίδιον
-
γέα
γεγάκειν
-
γειτον-εία
γειτον-εύω
-
γέλουτρον:
γελοωμι^λία
-
γενει-άσκω
γενει-αστήρ
-
γενν-ημα^τικός
γενν-ησιουργός
-
γερα^νο-πόδιον
γέρα^νος
-
γερουσι-άρχης
γερούσι-ας
-
γεω-δαιτέομαι
γεώδης
-
γηθα^λέος
γῆθεν
-
γηροτρόφ-ιον
γηρότροφ-ος
-
γιγγρ-ασμός
γιγγρί
-
γλαυκόμματος
γλαυκός
-
γλίνη
γλῖνος
-
γλυ^κ-ισμός
γλύκκα
-
Γλυ^κώνειος
γλύμμα
-
γλωττ-ικός
γλωττ-ίς
-
γνωμ-ικός
γνωμο-δοτέω
-
γογγρώδης
γογγρώνη
-
γομφ-άριον
γομφι-άζω
-
γονο-ρρυ^ής
γόνον:
-
γουβενάριον
γουβικός
-
γραμμα?́τ-ιον
γραμμα^τ-ισμός:
-
γράσων
γρασωνία
-
γρι_φο-πλόκος
γρῖφ-ος
-
γρυ_π-νόν:
γρυ_π-όομαι
-
γυλλός
γυμν-άδδομαι
-
γυμν-ωτέος
γυ^ναικ-άδελφος
-
γυ^ναικο-φίλης
γυ^ναικο-φόνος
-
γύρ-ωσις
γυρ-ωτέον
-
γώψ:
entry:
γέρα^νος
γερα^νουλκός
γερα^νόφθαλμος
γερα^νώδης
γερα^ός
γεραόχος
γερα^ρός
γέρα^ς
γεράσμιος
Γεράστιος
γεραστός
γερασφόρος
γεράτης
γεργαθός
γέργερα:
γεργέριμος
γεργέρινος
γέργυρα
γερδιοραβδιστής
γερδιός
γερδιών
γερδοποιόν
γερεα_φόρος
γέρην
Γερήνιος
γερη-φορία
γερη-φόρος
γερθυρέον:
γεροάκται:
γεροῖα
γεροίταν:
γεροντ-α^γωγέω
γεροντ-άριον
γεροντ-εία
γερόντ-ειος
γεροντ-εύω
γεροντ-ία
γεροντ-ίας
γεροντ-ιάω
γεροντ-ικός
γερόντ-ιον
γεροντο-γρᾴδιο
γεροντο-δι^δάσκα^λος
γεροντο-ειδής
γεροντο-κομεῖον
γεροντο-κομικά
γεροντο-μα^νία
γερουσί-α
γερουσι-ακός
γερουσι-άρχης
This text is part of:
View text chunked by:
Table of Contents:
ναρκ-άω , fut. -ήσω LXX Da.11.6:—