A.large stone, boulder, “Ἕκτωρ ἀντικρὺ μεμαώς, ὀλοοίτροχος ὣς ἀπὸ πέτρης, ὅν τε κατὰ στεφάνης ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ ῥήξας . . ἔχματα πετρης” Il.13.137 ; = τὸ κυλινδρικὸν σχῆμα, Democr.162 ; of the rounded muscles of an athlete's arm, “ἕστασαν ἠΰτε πέτροι ὀλοίτροχοι, οὕστε κυλίνδων χειμάρρους ποταμὸς μεγάλαις περιέξεσε δίναις” Theoc.22.49 ; rolled down by besieged people upon their assailants, Hdt.8.52, Orac. ap. eund.5.92.β᾽, X.An.4.2.3, Zos. 1.52. (The ancients derived it from ὀλοός 'destructive' or from ὅλος, and disagreed as to the breathing and accent, Sch.Il.l.c.)
ὀλοίτροχος , Ep. ὀλοοίτροχος , ὁ,