A.very tall or high, “ἐλάτη” Il.14.287 ; “Τηΰγετος” Od.6.103 : c. gen., “π. ἄλλων” Arat.250. -ης, ες, Dor. περιμάκης [α_], ες, AP6.125 (Mnasalc.) : (μῆκος):—very tall or long, “κοντός” Od.9.487 ; “ῥάβδος” 10.298; “ἱστοί” 13.107; “δοῦρα” 12.443; “ὀϊστοί” Hes.Sc.133 ; very high, “πέτρη” Il.13.63 ; “ὄρος” Od.13.183 ; very large, huge, “οἴκημα” Hdt.2.100 ; ἀνδρόσφιγγες ib.175 ; λίθους μεγάθεϊ περιμήκεας ib.108 ; “ἄγκυραι” Id.7.36 : Comp. -“μηκέστερος” Ael.Tact.2.7 : but Sup. -“μήκιστος” Plu.2.1077b.
περιμήκ-ετος , ον, poet. for sq.,