A.“ἔπλα^σα” Hdt.2.70 (κατ-), Ar.V.926, etc.; poet. “ἔπλασσα” Theoc.24.109; Ep. “πλάσσα” Hes.Op.70: pf. “πέπλα^κα” Phld. Mus.p.85K.,D.S.15.11, D.H.Th.41: 3sg.plpf. “ἐπεπλάκει” Erot.Praef.: —Med., fut. “πλάσομαι” Alciphr.1.37: aor. “ἐπλασάμην” Th.6.58, Pl.Lg. 800b, etc.:—Pass., fut. “πλασθήσομαι” Phld.Mus.p.82 K., (δια-) Gal.4.619 : aor. “ἐπλάσθην” E.Fr.1130, Lys.12.48, Pl.Ti.26e : pf. “πέπλασμαι” A.Pr.1030, etc.:—form, mould, prop. of the artist who works in soft substances, such as earth, clay, wax, ἐκ γαίης π. Hes.Op.70, cf. Hdt. 2.47,73; of Prometheus, “ὃν λέγουσ᾽ ἡμᾶς πλάσαι καὶ τἄλλα . . ζῷα” Philem.89.1, cf. Men.535.5 ; “π. καθάπερ ἐκ κηροῦ” Pl.Lg.746a ; “σχήματα ἐκ χρυσοῦ” Id.Ti.50a ; “ἐκ πηλοῦ ζῷον” Arist.PA654b29; “ἀγγεῖον π. κήρινον” Id.Mete.359a1 ; “οὐκ ἔστιν ἀνδριαντοποιὸς ὅστις ἂν πλάσαι κάλλος τοιοῦτον” Philem.72.2; “τοὺς πηλίνους” D.4.26 ; opp. γράφειν, as sculpture to painting, Pl.R.510e (so in Pass., Lg.668e, Isoc.9.75); τὴν ὑδριαν πλάσαι mould the water-jar, Ar.V.926 ; “σώματα π. θνητά” Pl.Ti.42d ; π. κηρία, of bees, Arist.HA623b32 ; ἔπλαττεν ἔνδον οἰκίας made clay houses, Ar.Nu.879; knead bread, Gal.6.313 :—Med., σχῆμα πλασάμενος having formed oneself a figure, Pl.Plt.297e :— Pass., to be moulded, made, “τὸ δὲ ἐν τῇσι μήτρῃσι πλάσσεται” Hdt.3.108 ; “οἶκος τεκτόνων πλασθεὶς ὕπο” E.Fr.1130 ; “ἂν ἴδωσι . . κήρινα μιμήματα πεπλασμένα” Pl.Lg.933b.
II. generally, mould, form by education, training, etc., π. τὰς ψυχὰς τοῖς μύθοις, τὰ σώματα ταῖς χερσίν, Pl.R.377c ; “σῶμα ἐπιμελῶς” Id.Ti.88c ; “ἑαυτόν” Id.R.500d ; παιδεύειν τε καὶ π. Id.Lg.671c:—Pass., “τοὔνομ᾽ ἀνὰ χρόνον πεπλασμένον” E.Ion830 ; of the voice, to be trained, Arist.HA536b19.
III. form an image of a thing in the mind, imagine, “πλάττομεν οὔτε ἰδόντες οὔτε . . νοήσαντες ἀθάνατόν τι ζῷον” Pl.Phdr.246c, cf. R.420c, 466a ; “τῷ λόγῳ τοὺς νόμους” Id.Lg.712b; “τἀρχαῖα” Phld.Mus.p.85K.:—Pass., ib.p.82 K.
IV. put in a certain form, τὸ στόμα π. (so as to pronounce more elegantly) Pl.Cra.414d ; [κόμιον] Arr.Epict.2.24.24; “τὴν ὑπόκρισιν” Plu.Dem.7 :—Med., ἀδήλως τῇ ὄψει πλυσάμενος πρὸς τὴν ξυμφοράν having formed himself in face, i.e. composed his countenance, Th.6.58, cf. D.45.68.
V. metaph., fabricate, forge, “λόγους ψιθύρους πλάσσων” S.Aj.148 (anap.); “ψευδεῖς π. αἰτίας” Isoc.12.25; “προφάσεις” D.25.28; τί λόγους πλάττεις; Id.18.121, cf. Pl.Ap.17c ; “μὴ πλάσῃς κακόν” Men.Mon.145 ; “π. ἐπιστολήν” Plb.5.42.7 : abs., δόξω πλάσας λέγειν I shall be thought to speak from invention, i.e. not the truth, Hdt.8.80, cf. X.Mem.2.6.37 :—Med., “πλάσασθαι τὸν τρόπον τὸν αὑτοῦ” Lys.19.60 ; “ψεύδη” X.An.2.6.26 ; “τῆς φιλανθρωπίας ἣν . . ἐπλάττετο” D.18.231 ; προφάσεις π. Id.19.215 ; “τοιαῦτα πλάττεσθαι τολμᾶτε” Id.28.9 ; “καιρὸν πλάττεσθαι” Id.21.187: abs., πλαττομένους πρὸς ἑαυτούς (αὐτούς Bonitz) Arist.Rh.1381b28 : c. inf., Νέρων εἶναι πλασάμενος pretending to be N., D.C.64.9; “π. νοσεῖν” Gal.19.1 :—Pass., οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος not fictitious, A.Pr.1030 ; πεπλάσθαι φάσκοντες saying it was a forgery, Is.7.2 ; “μὴ πλασθέντα μῦθον ἀλλ᾽ ἀληθινὸν λόγον” Pl. Ti.26e ; “π. ὑπὸ ποιητῶν” And.4.23; “ἐξ ὧν ἡ δίκη αὕτη πέπλασται” D.52.12. (πλαθ-Ψω, cf. κορο-πλάθος, πηλο-πλάθος.)