A.burn, v. πίμπρημι; cf. also ἐμπρήθω, πρηστήρ):—Ep. Verb (rarely if ever in Com., v. infr.), blow out, swell out by blowing, “ἔπρησεν δ᾽ ἄνεμος μέσον ἱστίον” Od.2.427; “ἐν δ᾽ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον” Il.1.481; “νότου πρήσαντος ἅλα” AP13.27 (Phal.); “πρῆσαι γαστέρα” LXXNu.5.22 :—Pass., ἐπρήσθη dub. in Amphis 30.10; “κοιλία πεπρησμένη” LXX Nu.5.21; “πέπρησται ἱστία” Ael.NA2.17; “λαίφεα πρησθέντα” Q.S.14.416.
2. spout, τὸ δ᾽ [αἷμα] ἀνὰ στόμα καὶ κατὰ ῥῖνας πρῆσε he spouted blood from his mouth and nostrils, Il.16.350.
II. intr., blow, ib.1537.