A.gate-keeper, Il.21.530, 24.681, A.R. 3.747; of Odysseus in the Wooden Horse, Tryph.201; [“κύνας] πυλαωρούς” Il.22.69 (quoted ap. Arr.Epict.3.22.80, but “θυραωρούς” Aristarch.); “π. Πλούτωνος Κέρβερος” AP7.319. (πυλα^-sorwó- (cf. ἐρύω (B)) became πυλα^-(j)ορ(ϝ)ό-, πυλα^ορό-, πυλωρό-, then Ep. πυλα^ωρό- (with -ω- taken from the contr. form): πυλα^-(j)ορ(ϝ)ό- also became πυλαυρός, πυλευρός (qq. v.), and πυλαουρός (v.l. in Il.24.681), πυλαορός (v.l. in 21.530).)
πυ^λα^ωρός , ὁ, Ep. for πυλωρός,