A.of or for a verb: τὸ ρ(. a verbal form, D.H.Comp. 22, S.E.M.1.195; derived from a verb, A.D.Adv.135.14. Adv. “-κῶς” Eust.381.22.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
Ρ ρ,
-
ῥάγος
ῥα^γόω
-
ῥαίω
ῥακά
-
ῥαν-τισμός
ῥαν-τός
-
ῥαφάσσει:
ῥα^φ-εύς
-
ῥέγχος
ῥέζω
-
ῥηγεύς
ῥηγή
-
ῥητι_ν-ώδης
ῥητορ-εία
-
ῥιζο-βολέω
ῥιζο-βόλος
-
ῥι_ν-εγκα^τα^πηξι^-γένειος
ῥι_ν-εγχυσία
-
ῥι_π-ίς
ῥι?π-ι^σις
-
ῥογχαστής
ῥογχός
-
ῥοδό-σφυ^ρος
ῥοδουντία
-
ῥοικός
ῥοϊκός
-
ῥοταρία:
ῥούα
-
ῥυδωμένην:
ῥύεινα:
-
ῥυ^πα^ρότης
ῥυ^πα^ρο-φάγος
-
ῥυσ-τακτύς
ῥυσ-τήρ
-
Ῥωμα^-ΐζω
Ῥωμα^-ϊκός
-
ῥώω
entry:
ῥέζω
ῥέζω
ῥεθομα_λίδας
ῥέθος
ῥεῖα
Ῥείη
ῥεῖθρ-ον
ῥειθρ-ώδης
ῥεῖος
ῥειτά
ῥείτης
ῥεῖτος
ῥείω
ῥέκ-τειρα
ῥεκ-τήρ
ῥεκ-τήριος
ῥέκ-της
ῥεκ-τικός
ῥεμβ-άς
ῥεμβ-ασμός
ῥεμβ-εύω
ῥέμβ-η
ῥεμβοειδής
ῥεμβονάω
ῥεμβ-ός
ῥέμβ-ος
ῥέμβ-ω
ῥεμβ-ώδης
ῥέμφος
ῥέον
ῥέον
ῥέος
ῥεπ-τέον
ῥεπ-τικός
ῥέπ-ω
ῥερυ^πωμένος
ῥεῦμα
ῥευμα^τ-ίζομαι
ῥευμα^τ-ικός
ῥευμα?́τ-ιον
ῥευμα^τ-ισμός
ῥευμα^τ-ώδης
ῥεῦσις
ῥευσ-τα^λέος
ῥευσ-τικός
ῥευσ-τός
ῥεφα^νίς
ῥέω
ῥῆα
ῥηγεύς
This text is part of:
View text chunked by:
ῥημ-α^τικός , ή, όν,
show
Browse Bar
hide
Dictionary Entry Lookup
Use this tool to search for dictionary entries in all lexica.
How to enter text in Greek:
![](/img/keyCaps.gif)
hide
References (1 total)
- Cross-references in general dictionaries from this page
(1):
- Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, 22
hide
Search
hide
Display Preferences