A.a becoming ragged or wrinkled, of the skin, when the flesh under it is shrunk, Sor.2.40, Zen.6.42 (written ῥακίωσις in Diogenian.8.70).
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
Ρ ρ,
-
ῥάγος
ῥα^γόω
-
ῥαίω
ῥακά
-
ῥαν-τισμός
ῥαν-τός
-
ῥαφάσσει:
ῥα^φ-εύς
-
ῥέγχος
ῥέζω
-
ῥηγεύς
ῥηγή
-
ῥητι_ν-ώδης
ῥητορ-εία
-
ῥιζο-βολέω
ῥιζο-βόλος
-
ῥι_ν-εγκα^τα^πηξι^-γένειος
ῥι_ν-εγχυσία
-
ῥι_π-ίς
ῥι?π-ι^σις
-
ῥογχαστής
ῥογχός
-
ῥοδό-σφυ^ρος
ῥοδουντία
-
ῥοικός
ῥοϊκός
-
ῥοταρία:
ῥούα
-
ῥυδωμένην:
ῥύεινα:
-
ῥυ^πα^ρότης
ῥυ^πα^ρο-φάγος
-
ῥυσ-τακτύς
ῥυσ-τήρ
-
Ῥωμα^-ΐζω
Ῥωμα^-ϊκός
-
ῥώω
entry:
ῥακά
ῥάκανα
ῥάκελος
ῥα^κενδύτης
ῥα^κετρίζω
ῥάκετρον
ῥάκ-ι^νος
ῥάκ-ιον
ῥα^κιοσυρραπτάδης
ῥακίς
ῥακίωσις
ῥα^κο-δύτης
ῥα^κό-δυ^τος
ῥα^κόεις
ῥάκος
ῥα^κο-φορέω
ῥα^κό-ω
ῥακ-τήριος
ῥακ-τός
ῥάκ-τρια
ῥακχίζω
ῥα^κ-ώδης
ῥα^κ-ωλέον:
ῥα?́κ-ωμα
ῥα?́κ-ωσις
ῥάματα:
ῥάμμα
ῥάμμα
ῥαμμάτ-ινος
ῥαμματ-ώδης
ῥάμνος
Ῥαμνοῦς
Ῥαμνουσία
ῥαμοσαίτης:
ῥαμφ-ή
ῥαμφ-ηστής
ῥάμφ-ιον
ῥάμφ-ιος
ῥαμφ-ίς:
ῥάμφ-ος
ῥαμφ-ώδης
ῥαμψός
ῥα^ν-ίζω
ῥα^ν-ίς
ῥαν-τήρ
ῥαν-τήριος
-[της],
ῥαν-τίζω
ῥάν-τισμα
ῥαν-τισμός
This text is part of:
View text chunked by:
ῥα?́κ-ωσις , εως, ἡ,