A.wrap in σπάργανα (whether 1.1 or 1.2), σπαργανώσαντες πέπλοις [τὸν παῖδα] E.Ion 955; swathe, Arist.HA584b4, Sor.1.83, al.: metaph., Clearch.Fr.26; θρίοισι ταύτην (sc. τὴν ἀμίαν)“ ἐσπαργάνωσα” Sotad.Com.1.28; ἀχύροις ς. [τὴν χιόνα] Plu.2.691c:—Pass., Hp.Aër.20, Fract.22; “βρέφος ἐσπαργανωμένον” Ev.Luc.2.12.
σπαργα^ν-όω ,= σπάργω,