I. let drop, δάκρυ ς. E.Hel.633 (lyr.); “ς. ἐς οἶδμα . . δακρύων . . αὐγάς” Id.Hipp. 738 (lyr.); “σκηπτὸς ς . . . φόνον” Id.Andr.1046 (lyr.); ἠμιτύβιον σταλάσσον a napkin dripping wet, Sapph.116: metaph., “τοὺς ἐν τῷ διαλέγεσθαι δυσφόρους καὶ κατ᾽ ὀλίγας λέξεις σταλάττοντας” Porph. l.c.
II. drop, drip, E.Ph.1388.