A.v. μείγνυμι), ον, also η, ον Stob.3.17.28 (v.l.):—commingled, promiscuous, “καρπός” Hes.Op.563; “σύμμεικτα . . βουκόλων φρουρήματα” S.Aj.53; “θηρώμενοι ξύμμικτα μὴ δίκαια καὶ δίκαι᾽ ὁμοῦ” E.Fr.419; ς. εἶδος, of the Minotaur, ib.996; esp. of irregular troops, “ς. στρατός” Hdt.7.55; ἄνθρωποι, ὄχλοι, Th.6.4, 17; opp. true citizens, Id.4.106; ξενικὸν ἀργύριον ς. miscellaneous, IG12.310.302; “ς. χαλκώματα” Lys.19.27; “χρυσία ς. διάλιθα” IG22.1388.63; “πρόβατα” PTeb.53.19 (ii B.C.), etc. Adv. “-τως” Str.1.2.27 (v.l.).
2. c. dat., θυσίαι τελεταῖς ς. Pl.Lg.738c.