A.“ὑπερέχω” 11) prominent, eminent, distinguished above others, c. gen., “ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων” Il.6.208, 11.784: abs., “ὑπείροχον εἶδος” h.Hom.12.2; οἱ ὑπέροχοι (v.l. ὑπείροχοι)“ τῶν ἀστῶν” Hdt.5.92. ή; “θῆρες ἐν πελάγεϊ ὑπέροχοι” mighty, Pi.N.3.24; “ὑπέροχον σθένος” A.Pr.428 (lyr.); ὑπέροχος βία overbearing force, S.Tr.1096 codd. (sed leg. βίᾳ); “ὑ. Νίκα” B.3.5; “συρικτὰν μέγ᾽ ὑπείροχον” Theoc.7.28; “οἰωνῶν μέγ᾽ ὑ. ἀγγελιώτην” Call. Jov.68: Sup. “ὑπεροχώτατος” Pi.P.2.38 (as a title, PMasp.4.5 (vi A.D.)): neut. pl. ὑπείροχα as Adv., IG12(5).678.21 (Syros, metr.).
ὑπέροχ-ος , Ep. and Ion. ὑπείρ- , ον, (