A.aloft, on high, “ὑψόσ᾽ ἀείρας” Il.10.465, Od. 9.240; “ὑψόσ᾽ ἀνέσχεθε χειρί” Il.10.461; “ὑ. δ᾽ αὐγὴ γίγνεται ἀΐσσουσα” 18.211; “τοῦ δ᾽ ὑ. γούνατ᾽ ἐπήδα” 21.302, cf. 324; “ὑ. δ᾽ ἄχνη σκίδναται” 11.307, cf. Od.12.238; κίονες ὑ. ἔχοντες high reaching, 19.38. The two editions by Aristarchus gave ὑψόσε and ὑψοῦ respectively in Il. 10.465, 505, cf. Od.12.249.
ὑψόσε , Adv. of motion,