II. esp. sacred grove, Od.6.291, Hes.Sc.99, Hdt.5.119, Pl.Lg.761c, etc.:—hence, any hallowed precinct, even without trees, Il.2.506, Sch.Pi.O.3.31, cf. B.3.19, S.Ant.844; Μαραθώνιον ἄ., of the field of battle, viewed as a holy place, A.Eleg.4: metaph., πόντιον ἄ. the ocean-plain, B.16.85, A.Pers.111. (Perh. for ἄλτ-ιος (cf. Ἄλτις), i.e. alq-ios, cf. Goth. alhs 'temple'.)
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
ν
-
Να_κόρειον
νάκος
-
ναρδολι^πής
νάρδον
-
ναυα_γ-έω
ναυα_γ-ησμός
-
ναυλ-όω
ναυλ-ώσιμος
-
ναυσι-φόρητος
ναυσί-ωσις
-
Νέαιρα
νε-αίρετος
-
νεάτη
νέα^τος
-
νεικ-είω
νεικ-έσσιος:
-
νεκρο-βαστάξ
νεκρο-βόρος
-
νεκτάρεος
νεκτάρθη:
-
νεμ-ητέον
νεμ-ητής
-
νεό-δαρτος
νεο-δίδακτος
-
νεό-καυστος
νεο-κέντητος
-
νεο-πλουτοπόνηρος
νεό-πλουτος
-
νεοσσο-κόμος
νεοσσο-ποιέω
-
νεο-ΰφαντος
νεο-φάντης
-
νευρ-ή
νευρ-ικός
-
νεφελη-γερέτα^
νεφελη-γερής
-
νεω-ποιέω
νεω-ποίης
-
νηθίς
νήθουσα
-
νηο-πόλος
νηο-πορέω
-
νήριθμος
νήριον
-
νηστός
νησύδριον
-
νι_κ-αξῶ
νικάριον
-
νιτρο-πηγικός
νιτρο-ποιός
-
νόθ-ος
νοθ-όω
-
νομο-δείκτης
νομο-δι^δάκτης
-
νόσ-ανσις
νοσ-ερός
-
νοσφ-ιστής
νοσ-ώδης
-
νουσοφόρος
νοχελές
-
νυκτ-ήγρετον
νυκτ-ῆμαρ
-
νυκτο-δρόμα
νυκτο-δρομία
-
νύμφ-η
νυμφ-ηγέτης
-
νύχα^
νυ^χ-αῖος
-
νωλεμές
νῶμα
-
νώψ
entry:
νεκρο-βόρος
νεκρο-δέγμων
νεκρο-δερκής
νεκρο-δόκος
νεκρο-δότης
νεκρο-δοχεῖον
νεκρο-δόχος
νεκρο-θάπτης
νεκρο-θήκη
νεκρο-καύστης
νεκρο-κομίζω
νεκρο-κορίνθια
νεκρο-κόσμος
νεκρο-μαντεία
νεκρο-μαντεῖον
νεκρό-μαντις
νεκρο-νώμης
νεκρο-πέρνας
νεκρο-ποιός
νεκρό-πολις
νεκρο-πομπός
νεκρορύκτης
νεκρός
νεκρο-στολέω
νεκρο-στόλος
νεκρο-συ_λία
νεκρό-τα_γος
νεκρο-τα^φέω
νεκρο-τάφη
νεκρο-τα^φικός
νεκρο-τα^φίς
νεκρο-τάφος
νεκρο-φα^γέω
νεκρο-φάγος
νεκρο-φορέω
νεκρο-φόριον
νεκρο-φόρος
νεκρο-φύλαξ
νεκρό-χρως
νεκρό-ψυ_χος
νεκρ-όω
νεκρ-ώδης
νέκρ-ωμα
νεκρ-ών
νεκρ-ώσιμα
νέκρ-ωσις
νεκρ-ωτικός
νέκτα^ρ
νεκτάρας:
νεκτάρεος
This text is part of:
View text chunked by:
Table of Contents:
ἄλσος , εος, τό,