A.squeezing tight, Hp.Fract. 11 (pl.), Art.69 (pl.):—in form ἀπό-σφιξις , ligature above a poisonous bite, Philum.Ven.22.4, cf. Leonid. ap. Orib.45.23.78, Antyll.ib.7.9.2.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
Θθ
-
θα^λάσσ-ιος
θα^λασσ-ίτης
-
θα^λέω
Θα^λῆς
-
θα^μ-ίζω
θα^μι^νάκις
-
θαρσα^λ-έος
θαρσα^λ-εότης
-
θαψία
θάψι^νος
-
θεατρ-ώδης
θεατρ-ώνης
-
θείομεν
θεῖον
-
θέμα
θεμα^τ-ίζω
-
θεοβλαβ-ής
θεό-βουλος
-
θεό-κλυ^τος
θεό-κμητος
-
θεο-παίγμων
θεό-παις
-
θεοσεβ-έω
θεοσεβ-ής
-
θεόφιλ-ος
θεοφιλ-ότης
-
θερα?́π-ων
θέραψ
-
θερμαψίς
θέρμη
-
θερμ-ώδης
θερμ-ωλή
-
Θεσσάλ-ειος
Θεσσαλ-ία
-
θεωροδοκ-έω
θεωροδοκ-ία
-
θηλυ^-γόνος
θηλυδρί-ας
-
θημωνοθετέω
θην
-
Θηρίκλειος
θηριό-βρωτος
-
θηρο-νόμος
θηρό-πεπλος
-
θητ-εύω
θητ-ικός
-
θλι^β-ίας
θλι?́β-ω
-
θολ-ός
θολ-όω
-
θράζω
θραίειν:
-
θρα^συ-πτόλεμος
θρα^σύς
-
θρεσκός
θρεττα^νελό
-
θρι^αμβ-εύω
θρι^αμβ-ικός
-
θρόμβ-ωσις
θρον-ίζομαι
-
θρύψιχος
θρυψίχρως
-
θυ^-ηλή
θυ^-ήλημα
-
θυ_μ-αίνω
θυ_μ-αλγής
-
θυ_μο-βόρος
θυ_μο-δα^κής
-
θυννοσκοπ-εῖον
θυννοσκοπ-έω
-
θυρευτής
θύρη
-
θυ^ρωρ-εῖον
θυ^ρωρ-έω
-
θυ^ωρ-εῖσθαι:
θυ^ωρ-ίς
-
θώψ
entry:
θυννοσκοπ-έω
θυννοσκοπ-ία
θυννόσκοπ-ος
θυννώδης
θῦνος:
θύνω
θυ^ο-δόκος
θυ^ό-εις
θυοκόχθεις
θύον
θύος
θυ^οσκέω
θυο-σκόος
θυο-σκοπία
θυο-σκόπος
θυ^όω
θύπτης
θύρα
θυ^ραβάθρα
θυ^ράγματα
θύρ-αζε
θυρ-άζω
θύρ-α_θεν
θύρ-α_θι
θυρ-αῖος
θυ^ρα_μάχος
θυ^ρα^νοίκτης
θύραξ
θύρα_σι
θυ^ραυλ-έω
θυ^ραυλ-ία
θυ?́ραυλ-ος
θυ^ρα^ωρός
θυργανᾶν
θύρδα
θυ^ρεα_μα^χία
θυ^ρέασπις
θυρεα_τικοὶ
θυ^ρεα_φόρος
θύρεθρα
θυ^ρεο-ειδής
θυ^ρεο-κοιλίτης
θυ^ρεός
θυ^ρεοφορ-έω
θυ^ρεόφορ-ος
θυρεόω
θυ^ρεπα^νοίκτης
θύρετρ-α
θυρετρ-ικός
θυρευτής
This text is part of:
View text chunked by:
ἀπό-σφιγξις , εως, ἡ,