A.“-ησομαι” Str.17.1.11:—contend hotly, strive earnestly, “δέκα πρὸς δέκα ἀλλήλοις” Pl.Lg.833e; τινί with one, Id.R.516e; “πρός τινα” Plb.16.21.6; δ. περί τινος about a thing, Pl.R.517d; τινὶ ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοις ib.563a: c. gen. rei, “δ. λειοτέρας ὁδοῦ” Id.Lg.833b; “τινὶ περὶ δεῖπνα” Plu.Them.5: pf. διημίλληται in pass. sense, Luc.Par. 58.
διαμιλλ-άομαι , fut.