A.long for, desire, c. gen., τί κακῶν ἱμείρετε τούτων . . ; Od.10.431, cf. 555, Hes.Sc.31; “μεγάλων” B.1.62; “μάχης” A.Ag.940; “βίου” S.Fr.952, cf. Ar.Nu.435: c. inf., long or wish to do, Alc. l.c., Sol.13.7, A.Pers.233, S.OT587, Ichn.128; “ὄσσα μοι τέλεσσαι θῦμος ἰμέρρει” Sapph. l.c.: c. Adj. neut., “γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι προσήλθεθ᾽ ἱμείροντες” S.OT59: abs., Id.El.1053; “ἀσμένοις . . καὶ ἱμείρουσιν . . τὸ φῶς ἐγίγνετο” Pl.Cra.418d.
II. Med. ἱμείρομαι , aor. 1 ἱμειράμην ll.14.163:—Pass., aor. 1 “ἱμέρθην” Hdt.7.44: c. gen., ὁππότ᾽ ἂν ἡβήσῃ τε καὶ ἧς ἱμείρεται αἴης (Ep. aor. subj.) Od.1.41; “χρημάτων ἱ. μεγάλως” Hdt.3.123: c. inf., εἴ πως ἱμείραιτο παραδραθέειν φιλότητι (cf. ἵμερος) Il.14.163, cf. Od.1.59, Hdt.6.120, S.OT386.—Ep., Ion. (Hdt. and Hp.Morb.4.39), and Trag. word: never in Att. Prose; introduced as etym. in Pl.Cra. l.c.