I. (“καιρός” 11) in Hom. always of Place, in or at the right place, hence of parts of the body, καίριον a vital part, Il.8.84,326; “ἐν καιρίῳ” 4.185; “ὁ αὐχήν ἐστι τῶν καιρίων” X.Eq.12.2, cf. 8 (Sup.); of wounds, mortal, καιρίῃ (sc. πληγῇ)“ τετύφθαι” Hdt.3.64; “πέπληγμαι καιρίαν πληγήν” A.Ag.1343; καιρίας πληγῆς τυχεῖν ib. 1292, cf. X.Cyr.5.4.5; καιρίας (v.l. -ίους)“ σφαγάς” E.Ph.1431; ἔχειν τὴν καταφορὰν κ. Plb.2.33.3; butalso, grave, serious, νουσήματα, τρώματα, Hp.Morb.1.5: generally, “καιριωτάτης τετευχέναι Χώρας” Theol.Ar.44.
II. of Time, in season, timely, “εὕρισκε ταῦτα καιριώτατα εἶναι” Hdt.1.125, cf. Emp.111.6; Χρὴ λέγειν τὰ κ. A.Th.1, cf. Ch.582; καίριοι συμφοραί ib.1064; “εἴ τι κ. λέγει” S.Ant.724; δρᾶν, φρονεῖν τὰ κ., Id.Aj.120, El.228 (lyr.); “καίριος σπουδή” Id.Ph.637; “-ωτέρα βουλή” E.Heracl.471; “κ. ἐνθύμημα” X. HG4.5.4; τὸ ἀεὶ κ. Id.Cyr.4.2.12, etc.; πρὸς τὸ κ., = καιρίως, S.Ph. 525; critical, αὐτὰ τὰ κ. ἔχων ἑκκαίδεκα (sc. ἔτη) AP12.22 (Scyth.); agreeing with the subject, καιρίαν δ᾽ ἡμῖν ὁρῶ στείχουσαν Ἰοκάστην coming at the right time, S.OT631; “καίριος ἤλυθες” E.El.598; καιρία (Dind. for καὶ δορία) πτώσιμος falling at the exact or fatal moment, A. Ag.1122 (lyr.); τὰ κ. timely circumstances, opportunities, Th.4.10; emergencies, D.C.Fr.70.8.
2. lasting but for a season, AP12.224 (Strato).