A.wickedness, villainy, malice, “ὡς κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ́ ἀμείνων” Od.22.374, cf. Th.1.37, etc.; of a horse, vice, X.Eq.Mag. 1.15: in pl., malpractices, “τὰ κιβδηλεύματά τε καὶ κ. τῶν πωλούντων” Pl.Lg.917e: “κ. καὶ ἀπάται καὶ δολώσεις” X.Cyr.1.6.28, etc.
κα^κουργ-ία [ι^], Ep. κακοεργίη [ι_ metri gr.], ἡ,