A.“-εκλεισάμην” X. Cyr.7.2.5:—Pass., aor. -εκλῄσθην, -εκλείσθην (v. infr.); Ion. “-εκληΐσθην” Hdt.2.128; Dor. “-εκλᾴσθην” Theoc.7.84: pf. “-κέκλῃμαι” Ar.Pl. 206.
I. c. acc. pers., shut in, enclose, e. g. a mummy in its case, Hdt.2.86: freq. of blockading, τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ. Th.1.109; “κ. ἑαυτοὺς εἰς ἔρυμα” X.Cyr.4.1.18; “κατακλείειν τοὺς γυμνῆτας εἴσω τῶν ὅπλων” Id.An.3.4.26; κ. εἰς πολιορκίαν, εἰς δυσχωρίας, D.H. 6.74, 11.26; “κ. τινὰ ἐν φυλακῇ” Ev.Luc.3.20, cf. OGI669.17 (Egypt, i A. D.): metaph., κ. ἑαυτὸν εἰς πολιτείαν, i.e. not to be a cosmopolite, X.Mem.2.1.13:—Pass., “ἐς τὸ τεῖχος κατακλῄεσθαι” Th.4.57; “ναυσὶ κατεκλῄσθησαν” Id.1.117, cf. X.An.3.3.7; ὅταν ἐς [νεφέλας] “ἄνεμος κατακλῃσθῇ” Ar.Nu.404; “εἰς μικρὸν τόπον -κεκλῃμένοι” Isoc.4.34; “διὰ τοῦ ζῆν . . κ. ἐν Ἀπόλλωνος ἢ Ἀθηνᾶς” Phld.D.1.17:—Med., shut oneself up, “ἐν τοῖς βασιλείοις” X.Cyr.7.2.5; also κατεκλᾴζετο shut up the bride with oneself [in the bridal-chamber], Theoc.18.5:—Pass., “κατεκλᾴσθης” Id.7.84.
2. metaph., νόμῳ κ. shut up, i.e. compel, oblige, “ἂν . . πᾶσαν τὴν δύναμιν νόμῳ κατακλείσητε ἐπὶ τῷ πολέμῳ μένειν” D.4.33, cf. And.3.7, Antiph.190.15.
3. metaph., τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης being reduced, D.26.11; “εἰς σπάνιν κατακλεισθῆναι” D.S.20.74: generally, confine, “ἐν τῷ κατὰ φύσιν πέρατι -κέκλειται τἀγαθόν” Metrod.Herc.831.8; “πᾶσαι αἱ ἐπιχειρήσεις εἰς μίαν ἀπόδειξιν -κλείονται” Phld.Rh.2.283 S.; κατακλείειν τὸ πᾶν τῆς τέχνης εἰς . . confine the whole business of art to . . , Hld.3.4.
II. c.acc.rei, shut up, close, “τὰς πυλίδας” Hdt.1.191; “τά ἱρά” Id.2.124, cf. 128 (Pass.); “τὸ ἐργαστήριον” Id.4.14; “τὸν δίφρον” X.Cyr.6.4.10; “εὑρὼν ἅπαντα κατακεκλῃμένα” Ar.Pl.206:—in Pass., of humours in the body, Hp.Loc.Hom. 27.
2. clamp down, make fast, of stones in masonry, IG7.3073.158(Lebad.); also κ. [τὴν δεξιάν] Luc.Prom.2.