A.picked, chosen, mostly in pl. of picked men, “λ. νεηνίαι” Hdt.1.36,43, E.Hec.544, etc.; “τριηκόσιοι Σπαρτιητέων λ.” Hdt.8.124; “λ. Περσέων τοὺς ἀρίστους χιλίους” Id.9.63; “Ἀργείων οἱ χίλιοι λ.” Th.5.67; “στρατηγῶν λογάδες” E.Andr.324; of cattle, PStrassb.24.32 (ii A. D.); φωναὶ λογάδες chosen phrases, Phot.Bibl. p.491 B.: with collect.Nouns, “στρατιὴ λ. ἡμιθέων” AP15.51 (Arch.).
λογάς (A), άδος, ὁ, ἡ, (λέγω)