A.= ἄγνος, agnus castus, Vitex Agnus-castus, withy: in pl., its twigs or withes, τοὺς [the rams] “συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι” Od.9.427, cf. 10.166, E.Cyc.225, etc.; in “δίδη μόσχοισι λύγοισι” Il.11.105, λύγοισι is the specific word added to the generic μόσχοισι (cf. σῦς κάπρος, ἴρηξ κίρκος, etc.): in late Prose, Arr.Fr.153 J.; used for wreaths, “στεφανοῦται λύγῳ” Anacr.41; cf. λύγινος.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
λ
-
λαβρό-της
λαβρο-φα^γέω
-
λα^γο-δαίτης
λα^γο-θήρας
-
λαέρκινον
λα_έρτης
-
λαίβα:
λᾶϊγξ
-
λαιός
λαιός
-
λακκ-αῖος
λακκ-άριος
-
λα^λ-ητέος
λα^λ-ητικός
-
λαμπα?́δουχ-ος
λαμπα^δοφόρος
-
λαμπώδης
λα^μυ^ρ-ία
-
λᾶος
λα_ο-σεβής
-
λαρνα^κό-γυιος
λαρνα^κο-φθόρος
-
λάσταυρος
λᾳστήριον
-
λαύκη:
λαύρα
-
λάχα^νον
λα^χα^νο-πράτης
-
λέαν-σις
λεάν-τειρα
-
λειμα^κ-ώδης
λεῖμαξ
-
λείρ-ι^νος
λειρ-ιόεις
-
λεκαν-ίς
λεκαν-ίσκη
-
λεμφ-υ^φαντής
λέξεο
-
λεοντό-χλαινος
λεοντό-χορτος
-
λεπτ-άριον
λεπτ-επίλεπτος
-
λεπτό-ρριζος
λεπτό-ρρυ^τος
-
λεπύχα^νον
λέπω
-
λευκ-ανίων
λεύκ-ανσις
-
λευκό-καρπος
λευκό-καυλος
-
Λεῦκος
λευκός
-
λευκ-ωμα^τίζομαι
λευκ-ωμα^τικός
-
λήδα^νον
ληδάριον
-
ληϊτουργέω
ληκάω
-
Ληνα^-ϊκός
ληναῖος
-
Λῆσος:
λῃστάρχ-ης
-
λι^βα^νο-θήκη
λι^βα^νο-κα^ΐα
-
λίγδην
λίγδος
-
λι^θ-άσβεστος
λι^θ-ασμός
-
λι^θο-εργής
λι^θο-εργός
-
λι^θουλκ-ός
λι^θουργ-εῖον
-
λι_μαγχ-ονία
λι_μαγχ-ονικός
-
λίμνι-ον
λίμνι-ος
-
λιν-εύς
λιν-εύω
-
λι^νο-στολία
λι^νό-στολος
-
λι_πα^ρ-ία
λι^πα^ρ-ία
-
λι^ποθυ_μ-ιώδης
λι^πό-κεντρος
-
λίπουρος
λι^πο-φεγγής
-
λι^ταργ-ισμός
λι?́ταργ-ος
-
λιχνό-γραυς
λίχνος
-
λογιστ-έον
λογιστ-εύω
-
λογοφίλης
λογόω
-
λοίμ-η
λοιμ-ικός
-
λοξ-όφθαλμος
λοξοχρήσμων
-
λου-τρίς
λουτροδάϊκτος
-
λοχ-εός
λόχ-ευμα
-
λυ?́γ-ιος
λυ?́γ-ισμα
-
λυ^κ-εία
λυ^κ-εῖον:
-
λυκόφων
λυ^κόφως
-
λυ^ρό-εις
λυ^ρο-εργός
-
λυ_σι^τελ-ούντως
λυ_σι^-τόκος
-
λυχν-απτέομαι
λυχν-άπτης
-
λωβ-ήτειρα
λωβ-ητήρ
-
λωτο-φάγοι
λωτο-φόρος
-
λώψ:
entry:
λαμπα^δοφόρος
λαμπάζω
λαμπάκτι_ς
λαμπάς
λαμπάς
λαμπαύρας
λαμπετ-άω
λαμπέτ-ης
λάμπη
λαμπηδών
λαμπήν-η
λαμπην-ικός
λαμπηρός
λαμπ-ής
λαμπ-ίας:
Λάμπος
λάμπουρις
λάμπουρος
λαμπρ-αυγής
λαμπρ-ειμονέω
λαμπρ-είμων
λαμπρ-ίζομαι
λαμπρό-βι^ος
λαμπρο-ειδής
λαμπρο-είμων
λαμπρό-ζωνος
λαμπρο-μοιρία
λαμπρό-πους
λαμπρός
λαμπρότης
λαμπρό-τοξος
λαμπρο-φα^ής
λαμπρο-φα^νής
λαμπρο-φεγγής
λαμπρόφθαλμος
λαμπρό-φωνος
λαμπρό-ψυ_χος
λαμπρ-υντής
λαμπρ-υντικός
λαμπρ-ύνω
λάμπρ-υσμα
λαμπ-τήρ
λαμπ-τήρια
λαμπ-τηροκλέπτης
λαμπ-τηρουχία
λαμπ-τηροφόρος
λαμπυ^ρ-ίζω
λαμπυ^ρ-ίς
λάμπω
λαμπώδης
This text is part of:
View text chunked by:
Table of Contents:
λύγος [υ^], ἡ, also ὁ, Longus 3.27 codd.:—