A.protect, rule over, used by Hom. only in participial Subst. μέδων , οντος, ὁ, lord, ruler, freq. in pl., Ἀργείων, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, Il.2.79, Od.7.136: once in sg., of Phorcys, ἁλὸς . . μέδων lord of the sea, 1.72: fem. Μέδουσα, as pr. n. of the Gorgon, Hes. Th.276, etc.: later as Verb, c. gen. loci, ὃς Αἰγαίου μέδεις πρωνός, of Poseidon, S.Fr.371 (lyr., s.v.l., πρῶνας codd.), cf. Ar.Ra.665; of Dionysus, “ὃς . . μέδεις . . παγκοίνοις Ἐλευσινίας Δηοῦς ἐν κόλποις” S. Ant.1119 (lyr.); “τιμῆς ἄλλης ἄλλο μέδει” Emp.17.28.
II. μέδομαι , fut. “μεδήσομαι” Il.9.650, elsewh. pres. and impf.:—provide for, be mindful of, c. gen., “πολέμοιο μεδέσθω” 2.384; “εἰ μέν κε . . νόστου τε μέδηαι” Od.11.110; “ὥς κ᾽ . . δείπνοιο μέδηται” 19.321; “ὁππότε κεν . . κοίτου τε μέδηται” 2.358, cf. 3.334; μεδώμεθα θούριδος ἀλκῆς, like ἀλκῆς μνήσασθαι, Il.4.418, 5.718; “ἀλλ᾽ ἄγε δὴ . . μεδώμεθα . . σίτου” 24.618; “ὄφρα . . νόστοιο μεδοίατο” 9.622; “δόρποιο μέδεσθαι” 18.245; “δόρποιο μέδοντο ὕπνου τε γλυκεροῦ ταρπήμεναι” 24.2: later c. inf., “πλεῦσαι μέδονται” Orph.A.90.