A.unmixed with wine, ν. μειλίγματα offerings of water, milk, and honey to the Eumenides, A.Eu.107; to the Muses and Nymphs, “κρατὴρ νηφάλιος” Plu.2.156d; νηφάλιαι εὐχωλαί, θυσίαι, A.R.4.712, Polem.Hist.42; “ν. βωμοί” IG2.1651 (iv B.C.); “νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύειν” Plu.2.464c, 672b; τῷ Διονύσῳ πολλάκις ν. θύομεν ib. 132e (prov. of a frugal meal); “ν. σπείσω Κύπριδι” AP5.225 (Paul. Sil.); ν. ξύλα wood other than vine twigs, burned in sacrifices, esp. the twigs of the herb θύμος, Philoch.31, Crates Hist.5; ν. πόπανον with no wine in it, IG3.77.18.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
Ψ ψ,
-
ψα^λ-ίζω
ψα?́λ-ιον
-
ψάμμος
ψαμμ-ουργία
-
ψεδόναι:
ψεδυ^ρός
-
ψευδαρτάβας
ψευδ-ατράφαξυς
-
ψευδο-κασσία
ψευδοκατηγορ-έω
-
ψευδο-πόρφυ^ρον
ψευδο-πρεσβευτής
-
ψεφ-αίαις:
ψεφ-α^ρός
-
ψήφ-ι^νος
ψηφ-ίον
-
ψιδόνες:
ψίεθος
-
ψι?λ-ωθρον
ψι?λ-ωμα
-
ψοιθός
ψοῖθος
-
ψυκ-τήριος
ψυκ-τηρίσκος
-
ψυ_χόγον-ος
ψυ_χο-δα^ϊκτής
-
ψυχρο-γρα^φέω
ψυχρο-δοσία
-
ψώμ-ισμα
ψωμ-ισμός
-
ψώω
entry:
ψαμμ-ουργία
ψαμμ-ώδης
ψαμμ-ωτός
ψανισμός:
ψα_νός
ψάπιγμα
ψάρ
ψάρις:
ψα_ρομα^χία
ψάρος
ψα_ρός
ψαρός
ψαστής:
ψᾷστον
ψατᾶσθαι:
ψαυγές:
ψαυκροπόδης
ψαυκρός
ψαῦος
ψαύριος
ψαῦσις
ψαῦσμα
ψαυστέον
ψαυστός
ψαύω
ψάφα:
ψᾶφαξ
ψα^φα^ρ-ία
ψα^φα^ρ-ίτης
ψα^φα^ρόθριξ
ψα^φα^ρ-ός
ψα^φα^ρ-όομαι
ψα^φα^ρο-χαίτης
ψα^φα^ρό-χροος
ψα_φερός
ψᾶφιγξ
ψάφιξξις
ψᾶφος
ψάω
ψε
ψέγος:
ψέγω
ψέγω
ψέδειν:
ψεδνό-θριξ
ψεδνο-κάρηνος
ψεδνό-ομαι
ψεδνός
ψεδνότης
ψεδόναι:
This text is part of:
View text chunked by:
νηφα?́λ-ιος , α, ον, also ος, ον 1 Ep.Ti.3.11, Plu. 2.657c: (νήφω):—of drink,