A.shut in all round, enclose, “ἐκ τοῦ περικληΐοντος ὄρεος” Hdt.3.117, cf. 7.129,198 ; “ὅπως αἱ νῆες περικλῄσειαν” Th.2.90: abs., “περικλειούσης θαλάττης” Ph.2.544:—Med., περικλῄσασθαι τὰς ναῦς τῶν ἐναντίων get them surrounded, Th.7.52:—Pass., “ὑπὸ πλήθους περικλῃόμενοι” Id.2.100.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
entry:
Ξ ξ,
ξαίνω
ξάμμα
ξα^νάω
ξάνδαρος
Ξανδικός
ξάνθη
Ξανθίας
ξανθίζω
Ξανθικός
ξάνθ-ιον
ξάνθ-ι^σις
ξάνθ-ισμα
ξανθ-ισμός
ξανθό-γεως
ξανθο-δερκής
ξανθο-ειδής
ξάνθο-θριξ
ξανθο-κάρηνος
ξανθο-κάρυ^ον
ξανθο-κόμης
ξανθό-λευκος
ξανθό-λοφος
ξανθο-μήλινος
ξανθός
ξανθότης
ξανθο-τρι^χέω
ξανθο-φα^ής
ξανθο-φυ^ής
ξανθο-χίτων
ξανθό-χλοος
ξανθο-χολικός
ξανθό-χολος
ξανθό-χροος
ξανθό-χρως
ξανθ-όω
ξανθ-ύνομαι
ξανθ-ωπός
ξάνθ-ωσις
ξάν-ιον
ξάν-σις
ξάν-της
ξαν-τικός
ξάν-τρια
ξάσμα
ξατράπης
ξεῖ
ξεινα^πάτης
ξεινήϊον
ξεινίζω
This text is part of:
View text chunked by:
περικλείω , Ion. περι-κληΐω , old Att. περι-κλήω , (κλείω (A), κλείς)