A.shut in all round, enclose, “ἐκ τοῦ περικληΐοντος ὄρεος” Hdt.3.117, cf. 7.129,198 ; “ὅπως αἱ νῆες περικλῄσειαν” Th.2.90: abs., “περικλειούσης θαλάττης” Ph.2.544:—Med., περικλῄσασθαι τὰς ναῦς τῶν ἐναντίων get them surrounded, Th.7.52:—Pass., “ὑπὸ πλήθους περικλῃόμενοι” Id.2.100.
περικλείω , Ion. περι-κληΐω , old Att. περι-κλήω , (κλείω (A), κλείς)