A.with or in many cases, σχῆμα, a rhetorical figure, employment of the same word in various cases, Hermog.Id.1.12, Eust.349.39; “σχηματισμός” Id.105.26; τὸ π. alone, Quint.Inst.9.3.37, Longin.23.1 (pl.).
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
ν
-
Να_κόρειον
νάκος
-
ναρδολι^πής
νάρδον
-
ναυα_γ-έω
ναυα_γ-ησμός
-
ναυλ-όω
ναυλ-ώσιμος
-
ναυσι-φόρητος
ναυσί-ωσις
-
Νέαιρα
νε-αίρετος
-
νεάτη
νέα^τος
-
νεικ-είω
νεικ-έσσιος:
-
νεκρο-βαστάξ
νεκρο-βόρος
-
νεκτάρεος
νεκτάρθη:
-
νεμ-ητέον
νεμ-ητής
-
νεό-δαρτος
νεο-δίδακτος
-
νεό-καυστος
νεο-κέντητος
-
νεο-πλουτοπόνηρος
νεό-πλουτος
-
νεοσσο-κόμος
νεοσσο-ποιέω
-
νεο-ΰφαντος
νεο-φάντης
-
νευρ-ή
νευρ-ικός
-
νεφελη-γερέτα^
νεφελη-γερής
-
νεω-ποιέω
νεω-ποίης
-
νηθίς
νήθουσα
-
νηο-πόλος
νηο-πορέω
-
νήριθμος
νήριον
-
νηστός
νησύδριον
-
νι_κ-αξῶ
νικάριον
-
νιτρο-πηγικός
νιτρο-ποιός
-
νόθ-ος
νοθ-όω
-
νομο-δείκτης
νομο-δι^δάκτης
-
νόσ-ανσις
νοσ-ερός
-
νοσφ-ιστής
νοσ-ώδης
-
νουσοφόρος
νοχελές
-
νυκτ-ήγρετον
νυκτ-ῆμαρ
-
νυκτο-δρόμα
νυκτο-δρομία
-
νύμφ-η
νυμφ-ηγέτης
-
νύχα^
νυ^χ-αῖος
-
νωλεμές
νῶμα
-
νώψ
entry:
νομο-δι^δάκτης
νομο-δι^δάσκα^λος
νομο-δίφας
νομο-δότης
νομο-θεσία
νομο-θέσμως
νομοθετ-έω
νομοθέτ-ημα
νομοθέτ-ης
νομοθέτ-ησις
νομοθετ-ητέος
νομοθετ-ικός
νομόθετ-ις
νομο-θήκη
νομο-ΐστωρ
νομο-μα^θής
νομο-μα^χέω
νομόνδε
νομο-ποιέω
νομο-ποιός
νομο-ρήτωρ
νομός
νόμος
νομοφυ^λα^κ-έω
νομοφυ^λα^κ-ία
νομοφυ^λα^κ-ικός
νομοφυ^λα?́κ-ιον
νομοφυ^λα^κ-ίς
νομοφύλαξ
νομ-ώδης
νομ-ῳδός
νομ-ώνης
νόννος
νοο-γάστωρ
νοο-ειδής
νοό-πλαγκτος
νοο-πλα^νής
νοό-πληκτος
νοο-πλήξ
νοο-ποιός
νόος
νοοσφα^λής
νοότης
νοόω
νορβά:
νορθακινοί:
νορύη
νοσ-άζω
νοσ-α^κερός
νόσ-ανσις
This text is part of:
View text chunked by:
πολύ-πτωτος , ον, (πτῶσις)