A.bodily strength, might, Xenoph.2.11, Hdt.1.31, 8.113; γυίων ῥ. A.Pers.913 (anap.); “μεῖζον ἢ κατ᾽ ἐμὰν ῥώμαν” S.Tr. 1019(lyr.); “ἐπ᾽ ἀσθενοῦς ῥώμης ὀχούμεθ᾽” E.Or.69; “ἀκμαζούσῃ τῇ ῥώμῃ τῶν χειρῶν χρώμενος” Antipho 4.3.3, cf. Agatho 27; εἴ τῳ . . προλίποι ἡ ῥ. καὶ τὸ σῶμα, i.e. his bodily strength, Th.7.75; ὁ μετὰ ῥώμης γιγνόμενος θάνατος in the full strength or vigour of life, Id.2.43; ὑγίειαν καὶ ῥ. Pl.Phdr.270b; τὴν ἰσχὺν δεινὰ καὶ τὴν ῥ. Id.Smp.190b; “ῥ. καὶ τόλμῃ” D.18.220; “ῥώμης ἀκμή” Eub.7.6: pl., πιστεύοντες ταῖς αὑτῶν ῥ. Lys.24.16; ταῖς τῶν σωμάτων ῥ. X.Cyr.3.3.19.
ῥώμη , ἡ, (ῥώομαι)