A.“συνήλισα” Hdt.1.176, -άλισα ib.125:—bring together, collect, assemble, τινας Hdt.1.125; ς. ἐς τὴν ἀκρόπολιν τὰς γυναῖκας ib.176, cf. 2.111; “τοὺς ἐπιεικεστάτους . . πρὸς τὴν σκηνήν” X. HG1.1.30:—Pass., come together, assemble, Hdt.1.62, 5.15,102, X.An.7.3.48, etc.; “ς. εἰς τοὺς τελείους ἄνδρας” Id.Cyr.1.2.15; of things, τὸ πλεῖστον ἐκ τοῦ μυελοῦ ς. Hp.Oss.15; “βορβόρου περὶ αὐτὰ συναλισθέντος” Arist.GA763a33.
συνα_λίζω (A), aor.