A.“συνηύξανε” Suid. s.v. συνήκμαζε (also Pass. “-αυξάνομαι” X.Cyr.8.7.6, D.8.72), but usu. συναυξ-αύξω , aor. “-ηύξησα” Plb.6.15.7, Plu.Sert.9, also -ηῦξα, Dor. -αῦξα, Plb.32.1.7 (corr. Reiske), Supp.Epigr. (v. infr.):—increase or enlarge along with or together, “συναύξειν τῇ γῇ τὰ Χρήσιμα” X.Mem.4.3.6 (in h.Cer.267, Ignarra restored συνάξουσι):—Pass., increase with or together, wax larger together with, “αὐξομένῳ τῷ σώματι συναύξονται καὶ αἱ φρένες” Hdt.3.134, cf. Hp.Art.12,53; “εἰ μὴ ξυναύξοινθ᾽ οἱ πέπλοι τῷ σώματι” E. El.544; “ἀνδρὶ γενομένῳ ταῦτα πάντα συνηυξήθη” Isoc.9.23, cf. 1.7; πρός τι συμμέτρως συναυξάνεσθαι in proportion to, X.Eq.1.16; “σπουδὴν . . προσφερόμενος εἰς τὸ συναύξεσθαι τὸν δῆμον” BCH48.3 (Prusa, ii(?) B.C.).
2. join or assist in increasing, “ἕξιν κακίης συναύξει” Democr.184; “συναύξειν οἴκους” X.Oec.3.10; “συναύξει τὴν ἐνέργειαν ἡ ἡδονή” Arist.EN1175a30, cf. Thphr.Sens.18, Ign.27, Sor.1.29; “τὰν ὑπάρχουσαν ὁμόνοιαν . . ἐπὶ πλεῖον συναύξησε” Klio 15.41 (Delph., iii B.C.); “τὰν φιλίαν συναῦξε” Supp.Epigr.2.270.6 (ibid., ii B.C.); “συναύξοντες τὴν ἀρχὴν τῷ Κύρῳ” X.Cyr.8.3.21; “τὰς τῶν θεῶν τιμάς” Supp.Epigr.4.720.15 (Chalcedon, iii B.C.); join in exaggerating, τι Plb.6.15.7, cf. Thphr.HP9.19.3.