A.bearing or enduring labour, of mules, Il.23.654,662, Od.4.636, Hes.Op.46, al.; of Heracles, Theoc.13.19; laborious, “πόνος” Opp.H.5.50.
Hide browse bar Your current position in the text is marked in blue. Click anywhere in the line to jump to another position:
entry group:
β
-
βαθμ-ηδόν
βαθμ-ίς
-
βα^θυ^-λήϊος
βα^θυ?́-μαλλος
-
βα^θύ-στρωτος
βα^θύ-σχι_νος
-
βάκλον
βακνίδες:
-
Βακχ-ώδης
Βάκχ-ων
-
βαλάσαι:
βαλαύστιον
-
βαμβρα^δών
βαμβράσσει:
-
βαρβα^ρο-φωνέω
βαρβα^ρό-φωνος
-
βα^ρυ?́-γλωσσος
βα^ρυ?́-γουνος
-
βάρυν-σις
βαρυν-τέον
-
βα^ρυ?́-τλητος
βα^ρυ^-τονέω
-
βα^σι^λ-εύω
βα^σι?́λ-η
-
βαστακ-τός
βάσταχας:
-
βάττος
βατύλη
-
βδέλλιον
βδελλιστέον
-
βέδυ
βέη
-
βέμβλετο
βεμβράς
-
βήρβη:
βήρηξ
-
βιβλ-αρίδιον
βιβλ-άριον
-
βι^ο-δώτης
βι^ο-δώτωρ
-
βίσβη
βίσκαρις:
-
βλαστάνω
βλασταρίζουσα:
-
βλεφα^ρ-ίζω
βλεφα^ρ-ικός
-
βλι^τάς
βλιτάχεα
-
βοεύς
βοή
-
βοιόν
βοϊστί
-
βομβάζω
βομβάξ
-
βόρασσος
βόρατον
-
βόρυες
Βορυσθέν-ης
-
βοτρεύς
βοτρ-ύδιον
-
βουβωνο-ειδής
βουβωνο-κήλη
-
βουκόλ-ημα
βουκόλ-ησις
-
βουλή
βουλ-ηγορέω
-
βου-πελάτης
βου-πλα^νόκτιστος
-
βουτόων:
Βουτράγιος
-
βράγος
βραγχ-α^λέος
-
βρα^δυτής
βρα^δυ-τόκος
-
βρα^χυ?́-δρομος
βρα^χυ^-έπεια
-
βρα^χυ^-τομέω
βρα^χυ?́-τομος
-
βρέχ-μα
βρεχ-μός
-
βρι_σόμα^χος
Βρι^τόμαρτις
-
βροτο-κλώστειρα
βροτο-κτονέω
-
βρύζω
βρύθακες
-
βρυ^-ωνία
βρυ^-ωνιάς
-
βυ^θ-ισμός
βυ^θ-ῖτις
-
βυρσο-τομέω
βυρσο-τόμος
-
βωλο-κόπος
βωλό-κρι_θον
-
βωστήρ
βωστρέω
-
βώχ:
entry:
βόρατον
βοράω
βορβορ-ίζω
βορβορ-ισμός
βορβορ-ῖται
βορβορό-θυ_μος
βορβορο-κοίτης
βορβορόπη
βόρβορος
βορβορο-τάραξις
βορβορο-φόρβα
βορβορ-όω
βορβορ-υγμός
βορβορ-ώδης
βορβορ-ωπόν:
βορβόρ-ωσις
βορβύλα
Βορεάδης
Βορέας
Βορεάς
Βορε-ασμός
Βορέ-ηθεν
Βορέ-ηνδε
Βορε-ῆτις
βορειαῖος
βορεινός
Βορειόθεν
βορεῖον:
βόρειος
βορεύς
βορεύω
βορηά:
Βορηϊάς
βορθαγορίσκεα:
Βορθεία
βορι-αῖος
βόρμαξ
βόρμος
βοροποιός
βορός
βορός
βορράζων:
Βορρ-ᾶθεν
-α<*>ος,
Βορρ-απηλιώτης
Βορρ-ᾶς
βορρό-λιψ
βορσόν:
βόρυβος
βόρυες
This text is part of:
View text chunked by:
τα^λα^εργός , όν, (Τλάω, Φέργον, cf. ταλαύρινος)