A.softness, delicacy, daintiness, E.Fr.892.4, Pl.Lg.900e, etc.; στολίδος κροκόεσσαν . . τρυφάν (sic leg. pro στολίδα . . τρυφᾶς) E.Ph.1491 (lyr.): pl., luxuries, daintinesses, “τ. Τρωϊκαί” Id.Or.1113; τρυφὰς τοιάσδε [τρυφᾶν] Id.Ba.970; “αἱ ἄγαν τ.” Id.Fr.54.2; “εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τ.” Pl.Alc.1.122c, cf. Lg.637e.
τρυ^φ-ή , ἡ, (θρύπτω)