A.sand of the sea-shore, “ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν . . , ὡς ὅτε τις ψάμαθον πάϊς ἄγχι θαλάσσης . . συνέχευε” Il.15.362; “ψαμάθῳ εἰλυμένα πολλῇ” Od. 14.136; “ἀμφὶ χλωρὰν ψ.” S.Aj.1064; “παρακτία ψ.” E.IA165 (lyr.), cf. 1054 (lyr.); “παρὰ ψ. καὶ θῖν᾽ ἁλός” Ar.V.1520 (lyr.): freq. in pl., “νῆα . . ἐπ᾽ ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις” Il.1.486; “ἐπὶ ψαμάθοις ἁλίῃσι” Od.3.38, cf. 4.438; of river-sand, Il.21.202, 319.
2. prov. of a countless multitude, ὅσα ψ. τε κόνις τε ib.9.385: pl., grains of sand, “φύλλοισιν ἐοικότες ἢ ψαμάθοισιν” 2.800; “ὁπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κλονέονται” Pi.P.9.47. (Perh. formed by combining ψάμμος and ἄμαθος; similarly ἄμμος (ἅμμος) by combining ἄμαθος and ψάμμος; ἄμαθος is cogn. with Engl. sand.)