δηριάομαι, δηρίομαι (δῆρις), inf. δηριάασθαι, imp. δηριαάσθων,
ipf. δηριόωντο, aor. δηρι?σαντο, aor. pass. dep. δηρινθήτην: contend; mostly with arms,
τὼ περὶ Κεβριόνα_ο λέονθ᾽ ὣς
δηρινθήτην, Il. 16.756;
less often with words, ἐκπάγλοις
ἐπέεσσιν,
Od. 8.76,
78, Il. 12.421.