ἅρμα , ατος: chariot, esp. the warchariot; very
often in pl., and with ἵπποι,
Il. 5.199,
237, Il. 4.366; epithets,
ἄγκυλον, ἐύξοον, ἐύτροχον, θοόν,
καμπύλον, δαιδάλεα, κολλητά, ποικίλα χαλκῷ. For the
separate parts of the chariot, see ἄντυξ,
ἄξων, ῥυ_μός, ἕστωρ, ἴτυς, ἐπίσσωτρα, πλῆμναι, κνήμη,
δίφρος, ζυγόν. (See cut No. 10, and tables I. and
II.)