ἀφ-αιρέω, ἀπο-αιρέω , aor.
ἀφεῖλον, mid. pres. imp. ἀποαίρεο, fut. inf. ἀφαιρήσεσθαι, aor., 2 sing., ἀφείλεο, pl. ἀφέλεσθε:
take away (τινός τι),
mid., for oneself, esp. forcibly or wrongfully (τινά τι or τινί τι); ὡς ἔμ᾽ ἀφαιρεῖται Χρυ_σηίδα Φοῖβος
Ἀπόλλων,
Il. 1.182;
αὐτὰρ ὃ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ, Od. 1.9.