ἀπ -
άνευθε(ν) : away, apart
from (τινός); ἀπάνευθε κιών,
Il. 1.35; ἕζετ᾽
ἔπειτ̓ ἀπάνευθε νεῶν,
Il. 1.48; βασιλῆα
μάχης ἀπάνευθε φέροντες, Il.
11.283; ‘forth from,’ Il. 19.374.