ἀργαλέος :
hard to endure or deal with,
difficult;
ἕλκος, ἔργον, ἄνεμος, δεσμοί,
ὁδός, etc.; ἀργαλέος γὰρ
Ὀλύμπιος ἀντ φέρεσθαι,
Il. 1.589;
ἀργαλέον δέ μοι ἐστὶ.. πᾶσι μάχεσθαι, Il. 20.356; comp., ἀργαλεώτερος, Ο 121, Od.
4.698.