καίνυμαι , ipf. ἐκαίνυτο, perf. 2 sing. κέκασσαι, 3 κέκασται, inf. κεκάσθαι, plup. (ἐ)κέκαστο: excel, w. acc., ἐκαίνυτο φῦλ᾽ ἀνθρώπων | νῆα κυβερνῆσαι,
Od. 3.282;
ἐγχείῃ δ᾽ ἐκέκαστο Πανέλληνας καὶ Ἀχαιούς, Il. 2.530; mostly w. dat. of the thing and
prep. governing the person, ἐν Δαναοῖσι, μετὰ
δμωῇσι, πᾶσαν
ἐπ᾽ αἶαν,
Od. 4.725, τ
82, Od. 24.509; gen. of
person, Il. 24.546
; ἐπί with dat. of thing, Il. 20.35.