κόρυς (cf. κάρη), acc. κόρυθα and κόρυν:
helmet; epithets, βριαρή,
δαιδαλέη, ἱπποδάσεια, ἱππόκομος, λαμπομένη, λαμπρή, παναίθη,
τετράφαλος, φαεινή, χαλκήρεος, χαλκοπάρῃος. (See cuts
under these adjectives.)