ὁρμαίνω (ὁρμάω), ipf. ὥρμαινε, aor.
ὥρμηνε: turn over in
the mind, debate, ponder;
κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυ_μόν, ἀνὰ
θυ_μόν (ἐνὶ) φρεσίν, Κ 4, Od.
3.169; foll. by acc., πόλεμον, πλόον,
χαλεπὰ ἀλλήλοις, Od.
3.151; and by ὅπως, ἢ.. ἦ,
etc., Il. 14.20, Il. 21.137.