πάρ-ειμι (1) (εἰμί), πάρεστι,
πάρεστε, παρέα_σι, opt. παρείη, inf. παρεῖναι,
παρέμμεναι, part. παρεών, ipf.
παρῆσθα, παρῆν, πάρεσαν, fut. παρέσσομαι, -έσσεται, πάρεσται: be
present, at hand, ready, e. g., to help one (τινί); also ‘stay with’
one, and of things, μάχῃ, ἐν δαίτῃσι,
Il. 10.217; w. a thing as subject,
εἴ μοι δύναμίς γε παρείη,
‘were at my command,’ Od.
2.62
; παρεόντων, ‘of her
store,’ Od.
1.140.